Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω  



τολύπαι, αἱ


Ερμηνεία:

(οι τουλούπες, τα τολύπια) [μικρός σωρός βαμβακιού ή μαλλιού, ή χιονιού, το τολύπιο] 



Ετυμολογία:

[< (Όμηρ.) τολυπεύω (στρίβω μαλλί και το κάνω τουλούπες) < (Αρχ.) η τολύπη]

Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:

… καὶ αἱ νιφάδες, μυῖαι λευκαί, τολύπαι βάμβακος, ἐφέροντο στροβιληδὸν εἰς τὸν ἀέρα ..[Ο έρωτας στα χιόνια].



Συνώνυμα:





© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών


Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.: